Ορέστης Ευθυμίου, ''Το Πείραμα της Όγδοης Μέρας''

Μια κριτική παρουσίαση από τον Δημήτρη Αργασταρά
 
 
Συνήθως ο όρος ‘‘επιστημονική φαντασία’’ φέρνει στον νου των περισσότερων δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το πρώτο αφορά στον συγγραφέα της, που εκτός από λάτρης της λογοτεχνίας του συγκεκριμένου είδους, εκτός από την αγάπη του για τις ιστορίες και την εξιστόρηση, τον φανταζόμαστε επίσης να έχει πάθος με την επιστήμη, με τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις και τις ανακαλύψεις αιχμής. Το δεύτερο αφορά στο είδος του κειμένου, που ίσως φανταζόμαστε πως θα είναι γεμάτο επιστημονικούς όρους, δυσνόητες και στριφνές έννοιες, για τις οποίες θα πρέπει να κατέχεις κάποιο διδακτορικό δίπλωμα ώστε να τις κατανοείς. Στο μυθιστόρημα ‘‘Το πείραμα της όγδοοης μέρας’’ (εκδόσεις ΕΚΑΤΗ) του Ορέστη Ευθυμίου, που έπεσε πρόσφατα στα χέρια μας, συναντήσαμε το πρώτο χαρακτηριστικό – ο νεαρός συγγραφέας είναι πανεπιστημιακός καθηγητής στην θεωρητική φυσική στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το δεύτερο και κάπως δυσάρεστο χαρακτηριστικό, όμως, δεν το συναντήσαμε καθόλου.
 
Βρισκόμαστε στο Παρίσι το έτος 2042, είναι της μόδας τα κατοικίδια-μινιατούρες άγριων ζώων, ενώ οι άνθρωποι διαθέτουν ένα τσιπάκι εμφυτευμένο στον αυχένα τους που τους επιτρέπει τηλεφωνικές κλίσεις και σύνδεση με το internet κατευθείαν στο οπτικό τους νεύρο. Ο Ερίκ είναι ένας νεαρός προγραμματιστής που εργάζεται σ’ ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο project : την δημιουργία ενός ψηφιακού μοντέλου της Γης, μιας ψηφιακής προσομοίωσης για την δημιουργία της ζωής, την εξέλιξη των ειδών και την φυσική επιλογή. Τα αυτόνομα μικρά προγράμματα, που παίζουν τον ρόλο των ζωντανών οργανισμών, ονομάζονται beans και έχουν την ικανότητα να εξελίσσονται.

Μια μέρα κάτι παράξενο συμβαίνει. Το πρόγραμμα φαίνεται πως έχει δεχτεί την εισβολή ενός χάκερ, κάποιος καταφέρνει να μπει στην υπορουτίνα που ελέγχει τις παραμέτρους του προγράμματος, να περιηγηθεί σε αυτό και λίγα λεπτά αργότερα να βγει. Η εισβολή έγινε ακριβώς την στιγμή που ο αποθηκευτικός χώρος του προγράμματος είχε εξαντληθεί, με αποτέλεσμα ο αριθμός των beans να παραμένει σταθερός και όλη η εξέλιξη στην ψηφιακή ‘‘Γαία’’ να έχει παγώσει. Το μόνο που έκανε ο χάκερ ήταν να προσφέρει στο πρόγραμμα ένα καινούριο αποθηκευτικό χώρο, να ενεργοποιήσει έναν επιπλέον σκληρό δίσκο για να αποθηκεύει δεδομένα.

Από την επόμενη μέρα, όμως, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Η εταιρεία F.C.S., που χρηματοδοτεί το πρόγραμμα, εξαγοράζεται από την Eight Day Inc., οι συνάδελφοι του Ερίκ αρχίζουν να συμπεριφέροντε παράξενα, σαν υπνωτισμένοι ή μαστουρωμένοι, σαν να ελέγχονται από κάτι άλλο, ενώ ο ίδιος καλείται άμεσα σε μία συνάντηση με τον καινούριο του Διευθυντή. Τί ακριβώς έχει συμβεί στα beans ; Ποιός ήταν αυτός ο αόρατος χάκερ ; Ποιός ελέγχει τώρα την εταιρία που ‘‘τρέχει’’ το πρόγραμμα ; Ο Ερίκ θα βρεθεί μπροστά σε μία συνταρακτική ανακάλυψη και στην δίνη μιας συναρπαστικής περιπέτειας, θα χρειαστεί να ταξιδέψει στο Άμστερνταμ και στο Λονδίνο, ενώ στην ζωή του θα ξαναμπεί η πρώην αγαπημένη του, η Μπεατρίς, μόνο που αυτή την φορά δεν θα είναι ακριβώς ανθρώπινη…



Ο Ορέστης Ευθυμίου έχει γράψει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη στις σελίδες του, ο μελλοντικός του κόσμος είναι πειστικός και ρεαλιστικά εξηγήσιμος (οι πληροφορίες που μας δίνει για τον κόσμο των beans και την εξέλιξή του κερδίζουν τον αναγνώστη με την γνώση και την διεισδυτικότητά τους), ενώ οι ήρωές του, ζωντανοί, απτοί και ενδιαφέροντες, μάς κινούν το ενδιαφέρον να τους παρακολουθήσουμε. Ταυτόχρονα, δεν λείπει το χιούμορ, η αφήγηση κυλά ευχάριστα, και οι διάλογοι είναι έξυπνοι και ρεαλιστικοί.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που αξίζει να επισημάνουμε, είναι το σκηνικό που επιλέγει ο Ευθυμίου για να εγκαταστήσει το έργο του. Δεν είναι κάποια μελλοντική υπερτεχνολογική Αθήνα, που ίσως του στερούσε σε ρεαλιστικότητα, ούτε κάποια μελλοντική Αμερική με αγγλικά ονόματα, που θα ήταν κάτι πιο κοινότυπο και αναμενόμενο. Οι ήρωές του είναι Γάλλοι και η αρχική δράση εξελίσσεται στο Παρίσι, έπειτα μας μεταφέρει στο Άμστερνταμ (κατά την φυγή του ήρωα και την προσπάθεια να καλύψει τα ίχνη του), για να καταλήξει στο Λονδίνο (όπου έχει μετακομίσει το υπερεξελιγμένο πλέον πρόγραμμα της ψηφιακής ‘‘Γαίας’’) Έτσι, σε συνδυασμό με την περιπετειώδη δράση, τα μεγάλα κτήρια, τα γρήγορα αυτοκίνητα και τα εμβόλιμα νουάρ στοιχεία, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αποκεντρωμένο μυθιστόρημα με ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα και ρομαντικά χαρακτηριστικά.



Εν κατακλείδι, αν ο σκοπός της επιστημονικής φαντασίας είναι να εξοικειώσει τους αναγνώστες με τον κόσμο του μέλλοντος, να διευρύνει τους ορίζοντές τους και να τους μιλήσει για ‘‘τον κόσμο που θα ’ρθει’’, και αν σκοπός της λογοτεχνίας είναι να αφηγηθεί μια καλή, ευχάριστη ιστορία, τότε θα πρέπει να πούμε πως αυτό το πρώτο συγγραφικό εγχείρημα του Ορέστη Ευθυμίου είναι επιτυχημένο. Δίνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον, και δεν μένει στον συγγραφέα του παρά να τις εκπληρώσει…