Νίκος Βλαντής ''Tractatus Magico-Philosophicum''

Μια κριτική παρουσίαση από τον Δημήτρη Αργασταρά



«Τέντωσα σχοινιά από καμπαναριό σε καμπαναριό, γιρλάντες από παράθυρο σε παράθυρο,
χρυσές αλυσίδες από άστρο σε άστρο, και χορεύω»
Αρθούρος Ρεμπώ


Υπήρχε κάποτε μια εποχή που η γνώση δεν ήταν τόσο κατακερματισμένη και οι άνθρωποι επεδίωκαν με έναν ενιαίο τρόπο να κατανοήσουν τον Κόσμο. Ίσως ήταν η σοφή διαίσθηση ορισμένων μεγάλων αντρών και η στενή επαφή τους με την ενότητα της φύσης που τους οδηγούσε να φιλοσοφούν με αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα, μπορούμε να φανταστούμε έναν αρχαίο μαθητή να επισκέπτεται τα Άβδηρα και να συνομιλεί με τον γέρο-Δημόκριτο θέτοντάς του ερωτήματα για τα άτομα, για την ηθική, για την φύση του κόσμου, για τον Θεό, για την συμπεριφορά των ανθρώπων, για την αθανασία της ψυχής, για τους νόμους της κοινωνίας. Ο ένας συνομιλητής δεν θα απέπεμπε τον άλλον για κανένα από αυτά τα φαινομενικά ετερόκλητα θέματα, αντιθέτως θα προσπαθούσαν μαζί, με όλες τους τις δυνάμεις, να ανακαλύψουν μια συνεκτική κοσμοαντίληψη που θα νοηματοδοτούσε τις ζωές τους
 
Σήμερα, γνωρίζουμε φυσικά πως δεν συμβαίνει το ίδιο και βιώνουμε – όσοι το βιώνουν – την ασφυκτική μέγγενη αυτής της αδυναμίας. Θεωρούμε πως υπάρχουν περιορισμοί στα θέματα για τα οποία ένας στοχαστής μπορεί να εκφράσει την γνώμη του μπροστά σε άλλους. Στεκόμαστε μπροστά στο τείχος που χωρίζει τους δύο δρόμους, αυτόν της καρδιάς από εκείνον της καθαρής λογικής, και το βλέμμα μας δειλιάζει να γλιστρήσει προς τα πίσω ή ίσως να πηδήξει προς τα μπρος εκεί όπου το τείχος αυτό παύει να υπάρχει.

 

Με αυτά ως δεδομένα, ήταν φυσικό να αισθανθώ μεγάλη έκπληξη όταν έπεσε στα χέρια μου το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα Νίκου Βλαντή ‘‘Tractatus Magico-Philosophicus’’ και διαπίστωσα πως πρόκειται για ένα έργο που επιχειρεί, με δόκιμο και εμπνευσμένο τρόπο, τον δρόμο της υπέρβασης. Η πολυδιάστατη κρίση της εποχής μας, τα όρια του εργαλειακού ορθολογισμού και της νεωτερικής συνθήκης και, από την άλλη πλευρά, οι προσπάθειες φιλόπονων και πεφωτισμένων ανθρώπων στον χώρο της διανόησης, οι διαχρονικές αξίες και τα οράματα που περιμένουν ακόμη την δικαίωσή τους, συνιστούν τα σημεία εκκίνησης, τον φιλοσοφικό άξονα του συγγραφέα, ενώ τελικός σκοπός του, ο ορίζοντας που ατενίζει προσηλωμένο το βλέμμα του, είναι η σκιαγράφηση μιας μελλοντικής ουτοπίας, ένα καλύτερο αύριο για την ανθρωπότητα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στόχος είναι : «να βρω τα θραύσματα της σημερινής κοσμοαντίληψης. Να ανακαλύψω πώς σχηματοποιήθηκε βαθμηδόν το σημερινό κοσμοείδωλο, ο τρόπος που έβλεπα τον κόσμο, και ποιά ήταν τα χαρακτηριστικά του. Να ξεφοβηθώ».

Ο τρόπος με τον οποίο ο Βλαντής πραγματώνει αυτόν τον στόχο και οργανώνει το υλικό του είναι διττός. Από την μία ανατρέχει στον συναισθηματικό μυστικισμό, όπως τον ανακάλυψε στα νεανικά του χρόνια μέσα από την ποίηση του Ρεμπώ. Σε εκείνες τις εκλάμψεις του πνεύματος, δηλαδή, που είναι ικανές για μια ευρύτερη θέαση της πραγματικότητας που μας περιβάλλει και αποκαλύπτουν την μοναδικότητα της φύσης μας, τις απίστευτες δυνατότητές μας. Έτσι, αναθυμάται τα λογοτεχνικά έργα που τον σημάδεψαν στις προσωπικές του αναζητήσεις (κεντρική θέση ανάμεσά τους κατέχουν τα οράματα του Άλντους Χάξλει), μας δίνει στοιχεία από τα μυθιστορήματα που έγραψε στην συγγραφική του πορεία, και αναζητά τον προσωπικό του Μύθο ακολουθώντας εκείνα που τον γοήτευσαν και τον συνάρπασαν. Από την άλλη, καταβυθίζεται συνοπτικά στην διανοητική περιπέτεια της ανθρωπότητας, από τους αρχαίους φιλοσόφους (ελληνικό κοσμοείδωλο) μέχρι την Αναγέννηση, από τον Διαφωτισμό μέχρι την Μεταμοντέρνα Κατάσταση (δυτικό κοσμοείδωλο), αναζητώντας τους συλλογικούς Μύθους που μας κληροδοτήθηκαν μέχρι τις μέρες μας.

Με το ‘‘Tractatus Magico-Philosophicus’’ ο Βλαντής ισχυρίζεται ότι ο τρόπος με τον οποίο ο δυτικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο δεν είναι παρά ένα δημιούργημα του πολιτισμού του. Έτσι, τα προβλήματα της σημερινής πραγματικότητας δεν είναι αναπόφευκτα αλλά μπορούν να ξεπεραστούν. Το μόνο που χρειάζεται είναι να αποφασίσει κανείς να βγει από το ‘‘κλειδωμένο δωμάτιο’’, να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα απογυμνωμένα και ταυτόχρονα πολύπλευρα, να αμφισβητήσει τον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να βλέπει τα πράγματα.

«Τελικά οι Διαφωτιστές κατάφεραν να μας κλείσουν όλους στο κλειδωμένο τους δωμάτιο. Να μας πείσουν πως είναι η μοναδική πραγματικότητα. Κι ας αρκεί μια ματιά σε έναν πολιτισμό διαφορετικό για να καταρριφθεί. Τί σημασία έχει ; Τους απολίτιστους επιγόνους αυτού του πολιτισμού, ο ένοικος του κλειδωμένου δωματίου τους χαρακτηρίζει αδιαφώτιστους, ανεκπαίδευτους, δεισιδαίμονες…

»Θα μας φαινόταν παντελώς παράλογο να ισχυρίζεται ένας θιβετιανός λάμα πως επικοινωνεί με τους μαθητές του, όχι μέσω κινητού αλλά τηλεπάθειας, αν και γνωρίζουμε εν τέλει τόσο λίγα για την τηλεπάθεια όσο για το πώς λειτουργούν τα κινητά…

»Ο άνθρωπος όμως δεν είναι διασπασμένος σε μυαλό και ψυχή. Οι σκέψεις του έχουν συναισθηματική χροιά, τα συναισθήματά του διανοητική αφετηρία. Μέσα από την σύνθεση μυαλού και ψυχής, μπορεί ο άνθρωπος ως ολότητα, ως πνευματική και υλική οντότητα, να διαμορφώσει τον κόσμο με στόχο την εντελέχεια, να του δώσει την επιθυμητή μορφή…»

Χρησιμοποιώντας μια διεξοδική επιχειρηματολογία, ο συγγραφέας δεν διστάζει να αναφερθεί στα ‘‘’άτυχα παιδιά της Δύσης’’ και στην ζοφερή τους πραγματικότητα, στον τρόπο με τον οποίο έχει κατασκευαστεί αυτή η πραγματικότητα, ενώ δεν διστάζει να εισχωρήσει στο ‘‘εργαστήρι των Μάγων’’, εκείνων που κατέδειξαν την σχετικότητα της πραγματικότητας και τους τρόπους υπέρβασής της. Χαρακτηριστικό είναι ότι ως καταλύτες γι’ αυτό χρησιμοποιεί δύο μεγάλους θεωρητικούς του 20ου αιώνα, τον φιλόσοφο Λούντβιγκ Βιτγκενστάιν και τον επιστήμονα Άλμπερτ Αϊνστάιν. Ο Βιτγκενστάιν – που το 1922 δημοσίευσε το κορυφαίο έργο του ‘‘Tractatus Logico-Philosophicus’’ – έδειξε πως η γλώσσα, ως όργανο δημιουργίας της πραγματικότητας, είναι φύσει περιορισμένη στην περιγραφή των απεικονίσεων του κόσμου. Η γλώσσα παγιδεύεται στο πλαίσιο που η ίδια δημιουργεί, είναι ένα εσωτερικό και όχι ένα εξωγενές στοιχείο του κόσμου, κι επομένως πρέπει να ξεφύγουμε από αυτήν για να κατανοήσουμε την αληθινή φύση των πραγμάτων. Από την άλλη ο Αινστάιν, με την ‘‘Γενική Θεωρία της Σχετικότητας’’, διέρρηξε τον μηχανοποιημένο κόσμο της φύσης, απέδειξε την ουσιαστική επίδραση των πλαισίων αναφοράς, ανέτρεψε την ιδέα του απόλυτου στις απεικονίσεις μας. Πολύ χαρακτηριστικές και διεισδυτικές είναι επίσης οι αναφορές στους Καρτέσιο, Μαρξ, Σοπενχάουερ, Κίργκεγκωρ και Νίτσε.
 
 

Όπως και να ’χει, μέσα από αυτή την μικρή αναφορά δεν μπορώ να μεταφέρω και πολλά από το περιεχόμενο του εν λόγω βιβλίου, το οποίο περιλαμβάνει πολύ περισσότερα με τρόπο πρωτότυπο και αποκαλυπτικό. Στις 250 περίπου σελίδες του, μπορεί να λειτουργήσει ως μια μικρή ‘‘εγκυκλοπαίδεια’’ για εκείνους που θα θελήσουν να διατρέξουν την διανοητική ιστορία της ανθρωπότητας και να κατανοήσουν πώς διαμορφώθηκε το πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής. Μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για να ανατραπεί το κοσμοείδωλο του αναγνώστη – όπως διαισθάνομαι πως ήταν η πρόθεση του συγγραφέα του. Μπορεί να αποτελέσει απλώς ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, μια ‘‘αλλαγή παραδείγματος’’ μέσα στα πλαίσια μιας πλούσιας αφήγησης (τα σημεία όπου ο Βλαντής μάς εκμυστηρεύεται πως προέκυψαν κάποια από τα μυθιστορήματά του είναι όντως απολαυστικά), για όποιον θελήσει να το εκλάβει απλά με αυτόν τον τρόπο.

Προσωπικά ομολογώ πως το ‘‘Tractatus’’με ταξίδεψε, με παρέσυρε στις διανοητικές του διαδρομές, στις πολύ καίριες και με ακρίβεια ανατόμου επίκαιρες επισημάνσεις του, στην αφηγηματική του δεινότητα και στην φιλοσοφική του ενατένηση. Και το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όσους θα ήθελαν να καταδυθούν στην σημερινή προβληματική συνθήκη και να αναδυθούν σε έναν καινούριο κόσμο, δίκαιο και καλαίσθητο, απλό και πολυδιάστατο, υπερτεχνολογικό και πνευματικό…